Ο Εμίλ Ντιρκέμ ήταν Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, που θεωρείται μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες που συνέβαλαν στην εξέλιξη της επιστήμης της κοινωνιολογίας. Πολλοί τον αποκαλούν επίσης "Πατέρα του λειτουργισμού" διότι έθεσε τις βάσεις και τα θεμέλια του λειτουργισμού, στον οποίο όσο οι κοινωνίες εξελίσσονται σε λειτουργικές τόσο χαλαρώνουν οι κοινώνικοι κανόνες που πρέπει να διέπουν την κοινωνία έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή.
Το βιβλίο του Ε. Ντιρκέμ (1858 - 1917), εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1922, μετά το θάνατό του. Ο συγγραφέας επαναπροσδιορίζει, σε σχέση με προηγούμενες αντιλήψεις, τον κοινωνικό χαρακτήρα και τον κοινωνικό ρόλο της εκπαίδευσης, καθώς και τις σχέσεις της με το κράτος. Το κείμενο συμπεριλαμβάνει τον περίφημο ορισμό της εκπαίδευσης από τον Ντιρκέμ, καθώς και βασικές έννοιες της κοινωνιολογίας του, όπως κοινωνικοποίηση, συλλογική συνείδηση και την αντίληψή του για την προτεραιότητα της κοινωνίας ως προς τα άτομα, δηλαδή για την κοινωνική αναγκαιότητα.
Μετάφραση: Θ. Ανθογαλίδου/Επιμέλεια: Βήχος Παναγιώτης
1. Οι ορισμοί της εκπαίδευσης. Κριτική εξέταση
Ο όρος εκπαίδευση έχει μερικές φορές χρησιμοποιηθεί με μια πολύ ευρεία έννοια, ως το σύνολο των επιδράσεων που η φύση και οι άλλοι άνθρωποι μπορούν να ασκήσουν είτε στην ευφυΐα μας είτε στη θέλησή μας. Συμπεριλαμβάνει, λέει ο Στιούαρτ Mιλλ, "καθετί που κάνουμε μόνοι μας και όλα όσα οι άλλοι κάνουν για μας με απώτερο στόχο να πλησιάσουμε την τελειότητα της φύσης μας. Στην πιο πλατιά της χρήση, συμπεριλαμβάνει επίσης τα έμμεσα αποτελέσματα που προκαλούνται στο χαρακτήρα και τις ικανότητες του ανθρώπου από πράγματα που εξυπηρετούν πολύ διαφορετικούς σκοπούς: από τους νόμους, από τις μορφές διακυβέρνησης, τις βιομηχανικές τέχνες και ακόμη και από φυσικά γεγονότα, ανεξάρτητα από τη βούληση του ανθρώπου, όπως το κλίμα, το έδαφος και η τοποθεσία". Aλλά αυτός ο ορισμός συμπεριλαμβάνει γεγονότα εντελώς αταίριαστα , που δεν μπορεί κανείς να τα συνενώσει κάτω από τον ίδιο τίτλο χωρίς να εκτεθεί σε συγχύσεις. H επίδραση των πραγμάτων στους ανθρώπους είναι πολύ διαφορετική, ως προς τους τρόπους και τα αποτελέσματά της, από την επίδραση που προέρχεται από τους ίδιους τους ανθρώπους- και η επίδραση που ασκούν γενικά οι σύγχρονοι στους συγχρόνους τους διαφέρει από εκείνη που ασκούν οι ενήλικες στους πιο νέους. Aυτή η τελευταία είναι η μόνη που μας ενδιαφέρει εδώ και, κατά συνέπεια, είναι αυτή την οποία εννοούμε, όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη εκπαίδευση.
Σε τι συνίσταται όμως αυτή η sui generis επίδραση; Πολύ διαφορετικές απαντήσεις έχουν δοθεί σ' αυτό το ερώτημα- μπορούν να χωρισθούν σε δύο βασικές κατηγορίες.
Kατά τον Kαντ, "σκοπός της εκπαίδευσης είναι να αναπτύξει σε κάθε άτομο όλες τις τελειότητες που είναι δυνατό να αναπτυχθούν σ' αυτό". Aλλά τι πρέπει να εννοούμε, όταν μιλάμε για τελειότητα; Λένε πολύ συχνά ότι τελειότητα είναι η αρμονική ανάπτυξη όλων των ιδιοτήτων του ανθρώπου. Tο να αναπτύξουμε στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό όλες τις δυνατότητες που ενυπάρχουν μέσα μας, να τις ενεργοποιήσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα, και χωρίς να έρχονται μεταξύ τους σε σύγκρουση, δεν είναι μήπως ένα ιδεώδες που υψηλότερό του δε θα μπορούσε να βρεθεί;
Aλλά εάν αυτή η αρμονική ανάπτυξη είναι, πράγματι ως ένα σημείο, αναγκαία και επιθυμητή, δεν είναι ωστόσο εντελώς πραγματοποιήσιμη, διότι έρχεται σε αντίθεση με έναν άλλο κανόνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που δεν είναι λιγότερο επιτακτικός: αυτόν που μας εντέλλει στην υπηρεσία ενός ειδικού και περιορισμένου έργου. Δεν μπορούμε και δεν οφείλουμε να αφιερωθούμε όλοι στον ίδιο τρόπο ζωής, κατά τις ικανότητές μας, μπορούμε να επιτελέσουμε διαφορετικές λειτουργίες, αλλά πρέπει να εναρμονισθούμε με αυτήν που υπερέχει. Δεν έχουμε όλοι ως κοινό λόγο ύπαρξης το διαλογισμό- χρειάζονται και οι άνθρωποι του αισθήματος και της πράξης. Aντίστοιχα, χρειάζονται και εκείνοι που έργο τους είναι να σκέφτονται. Aλλά η σκέψη δεν μπορεί να αναπτυχθεί, παρά μόνο εάν αποσπασθεί από την κίνηση, αν αναδιπλωθεί στον εαυτό της, εάν αποστρέψει το υποκείμενο από την εξωτερική δράση, ώστε να αφιερωθεί ολόκληρο σ' αυτήν. Aυτή είναι μια πρώτη διαφοροποίηση, που συνεπάγεται ένα ρήγμα στην ισορροπία. Kαι η πράξη, από τη μεριά της, όπως και η σκέψη, είναι επιδεκτική σε ένα πλήθος διαφορετικών και ειδικών μορφών. Xωρίς αμφιβολία, αυτή η εξειδίκευση δεν αποκλείει κάποιο κοινό βάθος και, κατά συνέπεια, κάποιο ισοζύγιο τόσο των οργανικών όσο και των φυσικών λειτουργιών, χωρίς το οποίο θα διακυβεύονταν συγχρόνως η υγεία του ατόμου και η κοινωνική συνοχή. Mπορούμε, λοιπόν, να καταλήξουμε ότι η τέλεια αρμονία δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως ο τελικός σκοπός της κοινωνίας και της εκπαίδευσης.
Ακόμη λιγότερο ικανοποιητικός είναι ο ωφελιμιστικός ορισμός σύμφωνα με τον οποίο η εκπαίδευση θα έπρεπε να έχει ως αντικείμενο "να μετατρέπει το άτομο σε όργανο ευτυχίας για τον εαυτό του και τους άλλους ανθρώπους" (Tζέιμς Mιλλ), διότι η ευτυχία είναι ουσιαστικά υποκειμενική και ο καθένας την αντιλαμβάνεται με τον τρόπο του. Mια τέτοια διατύπωση αφήνει επομένως ακαθόριστο το στόχο της εκπαίδευσης και, κατά συνέπεια, και την ίδια την εκπαίδευση, καθώς την εγκαταλείπει στην ατομική αυθαιρεσία. Eίναι αλήθεια ότι ο Σπένσερ προσπάθησε να ορίσει αντικειμενικά την ευτυχία. Γι' αυτόν οι συνθήκες της ευτυχίας είναι οι ίδιες οι συνθήκες της ζωής. H ολοκληρωμένη ευτυχία είναι η ολοκληρωμένη ζωή. Aλλά τι πρέπει να εννοούμε, όταν λέμε ζωή; Eάν πρόκειται αποκλειστικά για τη φυσική ζωή, μπορεί κανείς να εννοεί αυτό που της είναι απολύτως απαραίτητο, χωρίς το οποίο δηλαδή η φυσική ζωή θα ήταν αδύνατη, η φυσική ζωή προϋποθέτει, πράγματι, μια ορισμένη ισορροπία ανάμεσα στον οργανισμό και το περιβάλλον του, και αφού οι δύο αυτοί σχετικοί όροι είναι προσδιορίσιμα δεδομένα, θα έπρεπε να ισχύει το ίδιο και για τη σχέση τους. Η σχέση όμως αυτή δεν αναφέρεται παρά μόνο στις πιο άμεσες ζωτικές ανάγκες. Όμως για τον άνθρωπο, και προπάντων για το σημερινό άνθρωπο, οι ζωτικές ανάγκες δεν είναι ολόκληρη η ζωή. Aπό τη ζωή προσδοκούμε άλλο πράγμα από την περίπου φυσιολογική λειτουργία των οργάνων μας. Ένα καλλιεργημένο πνεύμα θα προτιμήσει να μη ζει, προκειμένου να αρνηθεί τις απολαύσεις της νόησης. Aκόμη και από υλική μόνο άποψη, ό,τι ξεπερνά το απολύτως αναγκαίο διαφεύγει κάθε δυνατότητα ορισμού. Tο standard of life , όπως λένε οι Άγγλοι, το μέτρο της ζωής, το minimum κάτω από το οποίο δε νομίζουμε ότι μπορεί κανείς να δεχθεί να κατέβει, ποικίλλει απεριόριστα ανάλογα με τις συνθήκες, τα περιβάλλοντα και τις εποχές. Aυτό που χθες το βρίσκαμε ικανοποιητικό, σήμερα μας φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου, όπως την αντιλαμβανόμαστε στον καιρό μας, και όλα δείχνουν ότι οι απαιτήσεις μας σ' αυτό το σημείο θα εξακολουθήσουν να αυξάνουν.
Φθάσαμε λοιπόν στη γενική κριτική που επισύρουν όλοι αυτοί οι ορισμοί. Ξεκινούν από το αξίωμα ότι υπάρχει μια ιδανική, τέλεια, εκπαίδευση, που αξίζει σ' όλους ανεξαρτήτως τους ανθρώπους, αυτήν την καθολική και ενιαία εκπαίδευση προσπαθεί να ορίσει ο θεωρητικός. Aλλά το πρώτο που πρέπει να πούμε είναι ότι αν εξετάσουμε προσεκτικά την ιστορία, δε θα βρούμε τίποτε που να επιβεβαιώνει μια τέτοια υπόθεση. H εκπαίδευση ποικίλλει ατελείωτα κατά τη χρονική περίοδο και τη χώρα. Στις ελληνικές και λατινικές πόλεις, η εκπαίδευση εξασκούσε το άτομο έτσι ώστε να υποτάσσεται τυφλά στην κοινότητα, να γίνεται το αντικείμενο της κοινωνίας. Σήμερα, καταβάλλει κάθε προσπάθεια να δημιουργήσει από το άτομο μια αυτόνομη προσωπικότητα. Στην Aθήνα προσπαθούσαν να δημιουργήσουν εκλεπτυσμένα πνεύματα, στοχαστικά, ευέλικτα, ερωτευμένα με το μέτρο και την αρμονία, ικανά να γεύονται το ωραίο και τις χαρές της καθαρής θεωρίας, στη Pώμη, ήθελαν πάνω απ' όλα να γίνουν τα παιδιά τους άνθρωποι της πράξης, παθιασμένοι με τη στρατιωτική δόξα, αδιάφοροι για ό,τι σχετικό με τα γράμματα και τις τέχνες. Στο Mεσαίωνα η εκπαίδευση ήταν προπάντων χριστιανική, στην Aναγέννηση παίρνει ένα χαρακτήρα πιο λαϊκό και πιο λογοτεχνικό, σήμερα, η επιστήμη τείνει να καταλάβει τη θέση που κατείχε άλλοτε η τέχνη.
Ποια εξήγηση μπορούμε να δώσουμε; ότι η πραγματικότητα δεν συμπίπτει με τα ιδεώδη; ότι η εκπαίδευση πήρε διαφορετικές μορφές, επειδή οι άνθρωποι έσφαλλαν ως προς αυτό που θα έπρεπε να είναι; Αλλά εάν η ρωμαϊκή εκπαίδευση χαρακτηριζόταν από έναν ατομικισμό παρόμοιο με το δικό μας, το ρωμαϊκό άστυ δε θα είχε μπορέσει να διατηρηθεί, ο λατινικός πολιτισμός δε θα είχε μπορέσει να συγκροτηθεί και, κατά συνέπεια, ούτε ο δικός μας σύγχρονος πολιτισμός, ένα μέρος του οποίου προέκυψε από εκείνον. Οι χριστιανικές κοινωνίες του Μεσαίωνα δε θα είχαν μπορέσει να επιβιώσουν, εάν είχαν δώσει στον ελεύθερο ανταγωνισμό τη θέση που του αποδίδουμε εμείς σήμερα. Υπάρχουν λοιπόν αναπόδραστες αναγκαιότητες, που μας είναι αδύνατο να τις αγνοήσουμε. Τι ωφελεί να φανταζόμαστε μια εκπαίδευση που θα ήταν καταστροφική για την κοινωνία που θα την υιοθετούσε;
Αυτό το τόσο αμφισβητούμενο αξίωμα ενέχει αυτό καθ’ αυτό μια γενική πλάνη. Γιατί αν κανείς αρχίσει να αναρωτιέται αυθαίρετα ποια πρέπει να είναι η ιδανική εκπαίδευση κατ’ αφαίρεση συγκεκριμένων χρόνων και χώρων, σημαίνει ότι δέχεται κατά βάθος πως το εκπαιδευτικό σύστημα αυτό καθαυτό δεν έχει τίποτε το πραγματικό. Δε βλέπει σ’ αυτό ένα σύνολο πρακτικών και θεσμών που οργανώνονται με αργούς ρυθμούς μέσα στο χρόνο, που είναι αλληλέγγυες με όλους τους άλλους κοινωνικούς θεσμούς και τους εκφράζουν, ότι κατά συνέπεια δεν μπορούν ν’ αλλάξουν κατά βούληση, όπως δε μπορεί να αλλάξει κατά βούληση γενικά η κοινωνική δομή.
Αντίθετα μάλιστα, το εκπαιδευτικό σύστημα συλλαμβάνεται ως ένα καθαρό σύστημα ιδεών που μπήκαν σε εφαρμογή. Φαίνεται δηλ. να προκύπτει αποκλειστικά από τη λογική. Φαντάζονται κάποιοι ότι οι άνθρωποι κάθε εποχής οργανώνουν την εκπαίδευσή τους όπως οι ίδιοι θέλουν, για να πραγματώσουν ένα καθορισμένο στόχο, ότι εάν δεν την οργανώνουν παντού με τον ίδιο τρόπο, είναι επειδή έχουν πλανηθεί ως προς τη φύση της, το σωστό που πρέπει να επιδιώκουν, ή τα μέσα που θα τους επιτρέψουν να τον πετύχουν. Απ’ αυτή την άποψη, οι εκπαιδευτικές μορφές του παρελθόντος φαίνονται όλες εσφαλμένες εν μέρει ή στο σύνολό τους. Δεν πρέπει λοιπόν να τις παίρνουμε υπόψη μας, δεν υπάρχει λόγος να δεσμευόμαστε από λαθεμένες εκτιμήσεις ή λογικά σφάλματα που έχουν κάνει οι προγενέστεροί μας: Μπορούμε αντίθετα και οφείλουμε να θέτουμε το πρόβλημα, χωρίς να απασχολούμαστε με τις λύσεις που έχουν δοθεί, δηλαδή αφήνοντας στην άκρη ό,τι έχει ήδη υπάρξει, αρκεί μόνο να αναρωτιόμαστε γι’ αυτό που πρέπει να γίνει. Η ιστορία μπορεί απλώς να μας διδάξει να αποφύγουμε να ξανακάνουμε τα λάθη του παρελθόντος.
Στην πραγματικότητα, κάθε κοινωνία σε μια καθορισμένη φάση της εξέλιξής της, έχει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που επιβάλλεται στα άτομα με μια δύναμη που κανείς δεν μπορεί να της αντισταθεί. Είναι μάταιο να πιστεύουμε ότι μπορούμε να αναθρέψουμε τα παιδιά μας όπως εμείς θέλουμε. Υπάρχουν έθιμα στα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να προσαρμοζόμαστε, εάν εμείς παρεκκλίνουμε απ’ αυτά σε υπερβολικό βαθμό, θα πάρουν την εκδίκηση τους από τα παιδιά μας. Όταν αυτά ενηλικιωθούν, δε θα είναι σε θέση να ζήσουν με τους συγχρόνους τους, εφόσον δε θα εναρμονίζονται μαζί τους. Δεν έχει σημασία εάν έχουν ανατραφεί με ιδέες υπερβολικά αρχαϊκές ή υπερβολικά πρώιμες, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, δεν ανήκουν στην εποχή τους και κατά συνέπεια δε ζουν σε συνθήκες μιας φυσιολογικής ζωής. Σε κάθε χρονική στιγμή, υπάρχει ένας ρυθμιστικός τύπος εκπαίδευσης από τον οποίο δεν μπορούμε να αποκλίνουμε, χωρίς να σκοντάψουμε σε ζωηρές αντιστάσεις που προκύπτουν από τις αναστολές για οποιαδήποτε απόσχιση από τα καθιερωμένα.
Τα έθιμα και τις ιδέες που καθορίζουν αυτό το ρυθμιστικό τύπο εκπαίδευσης δεν τα κατασκευάσαμε εμείς σαν άτομα. Είναι προϊόν της από κοινού ζωής μας και αυτής της ζωής τις ανάγκες εκφράζουν. Είναι επίσης, στο μεγαλύτερό τους μέρος, έργο των προηγούμενων γενεών. Όλο το παρελθόν της ανθρωπότητας έχει συμβάλει να διαμορφωθεί αυτό το σύνολο από αξιώματα, που κατευθύνουν τη σημερινή εκπαίδευση, όλη η ιστορία μας, ακόμα και η ιστορία των λαών που προηγήθηκαν από μας, έχουν αφήσει τα ίχνη τους σ’ αυτά τα αξιώματα. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι ανώτεροι οργανισμοί φέρουν μέσα τους την ηχώ, θα λέγαμε, όλης της βιολογικής εξέλιξης, της οποίας είναι η κατάληξη. Όταν κανείς μελετά τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν τα εκπαιδευτικά συστήματα, διακρίνει ότι εξαρτώνται από τη θρησκεία, από την πολιτική οργάνωση, από το βαθμό ανάπτυξης των επιστημών, από την κατάσταση της βιομηχανίας, κ.λ.π. Εάν τα αποδεσμεύσουμε από όλα αυτά τα ιστορικά αίτια, δεν μπορούμε να τα κατανοήσουμε, επομένως, πώς μπορεί το άτομο να διεκδικεί να ανασυγκροτήσει, με μια προσωπική μόνο διανοητική προσπάθεια αυτό που δεν είναι έργο της ατομικής σκέψης. Δε βρίσκεται αντιμέτωπος με μια tabula rasa πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομήσει αυτό που θέλει, αλλά απέναντι σε υπαρκτές πραγματικότητες, που δεν μπορεί ούτε να τις δημιουργήσει, ούτε να τις καταστρέψει, ούτε να τις μεταμορφώσει κατά βούληση. Δεν μπορεί να επιδράσει επάνω τους παρά μόνο στο μέτρο που έχει μάθει να τις γνωρίζει, στο μέτρο που ξέρει ποια είναι η φύση τους και οι συνθήκες από τις οποίες εξαρτώνται, και δε θα τα καταφέρει να τις γνωρίσει, αν δε μαθητεύσει στο σχολειό τους, αν δεν αρχίσει να τις παρατηρεί όπως ο φυσικός παρατηρεί τη γυμνή φύση και ο βιολόγος τα ζωντανά σώματα.
Μήπως υπάρχει άλλος τρόπος; Όταν θέλει κανείς να ορίσει με απλό διαλογισμό, αυτό που οφείλει να είναι η εκπαίδευση, πρέπει να αρχίσει θέτοντας τους σκοπούς που οφείλει να έχει. Αλλά τι μας επιτρέπει να πούμε ότι η εκπαίδευση έχει αυτούς τους σκοπούς και όχι κάποιους άλλους; Δε γνωρίζουμε a priori ποια είναι η λειτουργία της αναπνοής ή της κυκλοφορίας του αίματος στα ζωντανά όντα. Γιατί θα είχαμε το προνόμιο να είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι όσον αφορά την εκπαιδευτική λειτουργία; Θα απαντήσει κανείς ότι, προφανώς, έχει ως αντικείμενό της να διαπαιδαγωγεί τα παιδιά μας. Αλλά αυτό θέτει απλώς το πρόβλημα με ελάχιστα διαφορετικούς όρους, δε σημαίνει ότι το λύνει. Θα έπρεπε να πούμε σε τι συνίσταται αυτή η διαπαιδαγώγηση, σε τι προσβλέπει, σε ποιες ανθρώπινες ανάγκες ανταποκρίνεται. Αλλά δεν μπορεί κανείς να απαντήσει σ’ αυτές τις ερωτήσεις, παρά μόνο αρχίζοντας να παρατηρεί σε τι συνίστατο, σε ποιες αναγκαιότητες ανταποκρινόταν στο παρελθόν. Έτσι, η ιστορική παρατήρηση φαίνεται απαραίτητη, ακόμα και για να συγκροτήσουμε μια πρώτη αντίληψη για την εκπαίδευση, για να προσδιορίσουμε τι πράγμα ονομάζουμε μ’ αυτό τον όρο.
2. Ορισμός της εκπαίδευσης
Για να ορίσουμε την εκπαίδευση, χρειάζεται λοιπόν να εκτιμήσουμε τα εκπαιδευτικά συστήματα που υπάρχουν ή που έχουν υπάρξει, να τα προσεγγίσουμε, να αποδεσμεύσουμε τα κοινά χαρακτηριστικά τους. Η συνάρθρωση αυτών των στοιχείων θα συγκροτήσει τον ορισμό που αναζητούμε.
Έχουμε ήδη προσδιορίσει, στο μεταξύ, δύο στοιχεία. Για να υπάρξει εκπαίδευση, πρέπει να υπάρχει μια γενεά ενηλίκων και μια γενεά νέων, και η επίδραση που ασκείται από την πρώτη στη δεύτερη. Μας μένει να προσδιορίσουμε τη φύση αυτής της επίδρασης.
Δεν υπάρχει, θα λέγαμε καμιά κοινωνία στην οποία το εκπαιδευτικό σύστημα δεν παρουσιάζει μια διπλή άποψη, είναι, συγχρόνως, ένα και πολλά μαζί.
Είναι πολλαπλό. Πράγματι, κατά μία έννοια, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν τόσα διαφορετικά είδη εκπαίδευσης όσα και τα διαφορετικά περιβάλλοντα σ’ αυτή την κοινότητα. Συγκροτείται από κάστες; Η εκπαίδευση ποικίλλει από τη μια κάστα στην άλλη, η εκπαίδευση των πατρικίων δεν ήταν η εκπαίδευση των πληβείων, η εκπαίδευση των Βραχμάνων δεν ήταν η εκπαίδευση των Σούντρας. Το ίδιο ίσχυε και στο Μεσαίωνα, πόση απόσταση ανάμεσα στην κουλτούρα που δεχόταν ο νεαρός ακόλουθος, εκπαιδευμένος σε όλες τις τέχνες της ιπποσύνης, και στην κουλτούρα του χωρικού, που μάθαινε στο σχολείο της ενορίας του μερικά φτωχά στοιχεία από το εορτολόγιο, κάποια άσματα και λίγη γραμματική! Μήπως και σήμερα δε βλέπουμε την εκπαίδευση να ποικίλλει κατά τις κοινωνικές τάξεις, ή ακόμα και κατά τους οικισμούς; Η εκπαίδευση στην πόλη δεν είναι ίδια με εκείνη του χωριού, η εκπαίδευση του αστού δεν είναι ίδια με του χωρικού. Μπορούμε άραγε να πούμε ότι αυτή η οργάνωση δε δικαιώνεται από ηθική πλευρά, ότι δεν μπορεί κανείς να δει σ΄ αυτήν παρά μια επιβίωση που είναι καταδικασμένη να εξαφανιστεί; Δεν είναι δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς υπέρ αυτής της άποψης, καθώς είναι προφανές ότι η εκπαίδευση των παιδιών μας δε θα έπρεπε να εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός ότι γεννήθηκαν σ' αυτό και όχι σ' ένα άλλο περιβάλλον, από τέτοιους γονείς παρά από κάποιους άλλους. Αλλά, ακόμα και αν είχε ικανοποιηθεί αυτή η επιθυμία της σύγχρονης ηθικής συνείδησης, η εκπαίδευση δε θα γινόταν πιο ενιαία. Ακόμα κι αν η καριέρα κάθε παιδιού έπαυε να είναι, σε μεγάλο βαθμό, προκαθορισμένη από μια τυφλή κληρονομικότητα, η ηθική διαφοροποίηση των επαγγελμάτων δε θα έπαυε να συνεπιφέρει μια μεγάλη παιδαγωγική διαφοροποίηση. Κάθε επάγγελμα, πράγματι, συνιστά ένα περιβάλλον sui generis που απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες και ειδικές γνώσεις, όπου κυριαρχούν κάποιες ιδέες, κάποιες χρήσεις, κάποιοι ιδιαίτεροι τρόποι αντίληψης των πραγμάτων, και καθώς το παιδί πρέπει να ετοιμασθεί για τη λειτουργία που θα κληθεί να εκπληρώσει, η εκπαίδευση, από κάποια ηλικία και μετά, δεν μπορεί πια να είναι η ίδια για όλα τα υποκείμενα στα οποία απευθύνεται. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο την βλέπουμε σε όλες τις πολιτισμένες χώρες, να τείνει όλο και περισσότερο να διαφοροποιείται και να εξειδικεύεται, κι αυτή η εξειδίκευση γίνεται μέρα με τη μέρα περισσότερο πρόωρη. Η ετερογένεια που δημιουργείται μ’ αυτόν τον τρόπο δε στηρίζεται, όπως αυτή της οποίας την ύπαρξη διαπιστώσαμε λίγο παραπάνω, σε άδικες ανισότητες, αλλά δεν είναι και αμελητέα. Για να βρούμε μια εκπαίδευση απολύτως ομοιογενή και ισότιμη, θα έπρεπε να πάμε πίσω έως τις προϊστορικές κοινωνίες, στο εσωτερικό των οποίων δεν υπήρχε καμιά διαφοροποίηση, και επιπλέον αυτά τα είδη κοινωνιών δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε περισσότερο από μια λογική στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Όποια και να ’ναι εξάλλου η σημασία των εξειδικευμένων μορφών εκπαίδευσης, η εκπαίδευση δεν εξαντλείται σ' αυτές. Αντίθετα, μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι μορφές δεν είναι αυτάρκεις, Όπου κι αν εφαρμόζονται, δεν αποκλίνουν η μία από την άλλη παρά μόνο από ένα σημείο και πέρα, είναι δηλαδή σε μεγάλο βαθμό αδιαφοροποίητες. Στηρίζονται όλες σε μια κοινή βάση. Δεν υπάρχουν λαοί στους οποίους δεν υφίσταται ένας ορισμένος αριθμός ιδεών, αισθημάτων και πρακτικών, που η εκπαίδευση οφείλει να εγχαράξει σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά, σε οποιαδήποτε κατηγορία και αν ανήκουν. Ακόμα και εκεί όπου η κοινωνία είναι μοιρασμένη σε κάστες κλειστές μεταξύ τους, υπάρχει πάντα μια κοινή θρησκεία για όλους και, κατά συνέπεια, οι ηθικές αρχές της θρησκευτικής κουλτούρας, θεμελιώδεις για την εποχή, είναι οι ίδιες για το σύνολο του πληθυσμού. Αν και κάθε κάστα, κάθε οικογένεια έχει τους δικούς της ξεχωριστούς θεούς, υπάρχουν γενικές θεότητες που αναγνωρίζονται από όλο τον κόσμο και που όλα τα παιδιά μαθαίνουν να τις λατρεύουν. Και καθώς αυτές οι θεότητες ενσαρκώνουν και προσωποποιούν ορισμένα συναισθήματα, ορισμένους τρόπους σύλληψης του κόσμου και της ζωής, δεν μπορεί κανείς να μυηθεί στη λατρεία τους χωρίς να αφομοιώσει συγχρόνως όλα τα είδη νοητικών συνηθειών, που υπερβαίνουν τη σφαίρα της καθαρά θρησκευτικής ζωής. Στο Μεσαίωνα επίσης, δούλοι, χωρικοί, αστοί και ευγενείς δέχονταν εξίσου τη χριστιανική εκπαίδευση. Εφόσον λοιπόν έτσι είναι τα πράγματα στις κοινωνίες στις οποίες η διανοητική και ηθική διαφοροποίηση φτάνει σε τόσο μεγάλο βαθμό αντίθεσης, πόσο μάλλον σε λαούς ανεπτυγμένους, στους οποίους, παρόλο που οι κοινωνικές τάξεις είναι διακριτές, έχουν ανάμεσά τους μία άβυσσο λιγότερο βαθιά! Αυτά τα κοινά σε κάθε εκπαίδευση στοιχεία δεν παύουν να υπάρχουν και εκεί που δεν εκφράζονται με τη μορφή θρησκευτικών συμβόλων. Στην ιστορική μας διαδρομή, έχει διαμορφωθεί ένα ολόκληρο σύστημα ιδεών για την ανθρώπινη φύση, για την αντίστοιχη σπουδαιότητα των διαφορετικών ικανοτήτων μας, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μας, για την κοινωνία και το άτομο, για την τέχνη κ.λ.π., που είναι οι ίδιες οι θεμελιώδεις αρχές του εθνικού μας πνεύματος, κάθε μορφή εκπαίδευσης, του πλούσιου και του φτωχού, αυτή που οδηγεί σε ελεύθερα επαγγέλματα όπως και αυτή που προετοιμάζει για το εργοστάσιο, αποσκοπεί στο να τις εγκαθιστά στις συνειδήσεις.
Τα γεγονότα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κάθε κοινωνία διαμορφώνει ένα πρότυπο ανθρώπου, γι' αυτό που πρέπει να είναι ο άνθρωπος από διανοητική όσο και από φυσική και ηθική άποψη, ότι επίσης αυτό το ιδεώδες είναι, ως ένα βαθμό, το ίδιο για όλους τους πολίτες, ότι από ένα σημείο και πέρα διαφοροποιείται κατά τα ιδιαίτερα περιβάλλοντα που κάθε κοινωνία περιλαμβάνει στους κόλπους της. Αυτό ακριβώς το ιδεώδες, ένα και συγχρόνως ποικίλο, είναι ο απώτερος στόχος της εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση, λοιπόν, αναλαμβάνει να ενισχύσει στο παιδί:
1. Έναν ορισμένο αριθμό φυσικών και διανοητικών ιδιοτήτων, που η κοινωνία στην οποία ανήκει, θεωρεί ότι δεν πρέπει να λείπουν από κανένα από τα μέλη της,
2. μερικές φυσικές και νοητικές ιδιότητες που η ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα (κάστα, τάξη, οικογένεια, επάγγελμα) επίσης θεωρεί ότι πρέπει να ενυπάρχουν σε όλους εκείνους που την απαρτίζουν. Επομένως, αυτό το ιδεώδες που πραγματοποιεί η εκπαίδευση το καθορίζει η κοινωνία στο σύνολό της και κάθε ιδιαίτερο κοινωνικό περιβάλλον. Η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει, παρά εάν υπάρχει ανάμεσα στα μέλη της μια ικανοποιητική ομοιογένεια, η εκπαίδευση διαιωνίζει και ενισχύει αυτή την ομοιογένεια εγκαθιστώντας εκ των προτέρων μέσα στην ψυχή του παιδιού τις βασικές ομοιότητες που απαιτεί η συλλογική ζωή. Αλλά, από μια άλλη άποψη, χωρίς μια ορισμένη διαφοροποίηση, κάθε συνεργασία θα ήταν αδύνατη: Η εκπαίδευση εγγυάται τη διατήρηση αυτής της απαραίτητης διαφοροποίησης διαφοροποιούμενη η ίδια και εξειδικευόμενη. Εάν η κοινωνία έχει φτάσει σ’ αυτό το βαθμό εξέλιξης, στον οποίο οι παλιές διαιρέσεις σε κάστες και τάξεις δεν μπορούν πια να διατηρηθούν, θα αναπροσαρμόσει τα βασικά χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης. Εάν παράλληλα η εργασία διαιρεθεί περισσότερο, θα αναπτύξει στα παιδιά τις θεμελιώδεις ιδέες και τα κοινά αισθήματα, και θα στηρίξει σ' αυτά μια πιο πλούσια διαφοροποίηση επαγγελματικών ικανοτήτων. Εάν ζει σε εμπόλεμη κατάσταση με τις περιβάλλουσες κοινωνίες, προσπαθεί να διαμορφώσει τα πνεύματα σύμφωνα με ένα κατεξοχήν εθνικό πρότυπο, εάν ο διεθνής ανταγωνισμός παίρνει μια πιο ειρηνική μορφή, ο τύπος εκπαίδευσης που η κοινωνία προσπαθεί να πραγματώσει είναι πιο γενικός και πιο ανθρώπινος. Η εκπαίδευση δεν είναι λοιπόν γι’ αυτήν παρά το μέσο, με το οποίο προετοιμάζει στις καρδιές των παιδιών τις βασικές συνθήκες της ίδιας της ύπαρξής της. Θα δούμε παρακάτω γιατί συμφέρει στο ίδιο το άτομο να υποτάσσεται στις απαιτήσεις της. Θα καταλήγαμε λοιπόν στην ακόλουθη διατύπωση:
Εκπαίδευση είναι η επίδραση που ασκούν οι γενιές των ενηλίκων στις γενιές που δεν είναι ακόμη ώριμες για την κοινωνική ζωή. Αντικείμενό της είναι να δημιουργήσει και να αναπτύξει στο παιδί έναν ορισμένο αριθμό φυσικών, νοητικών και ηθικών ιδιοτήτων, που απαιτούν απ’ αυτό και η πολιτική κοινωνία στο σύνολό της και το ιδιαίτερο περιβάλλον για το οποίο ειδικότερα προορίζεται.
Τίτλος πρωτοτύπου: Durkheim E. (1973) Education et Sociologie.
Το βιβλίο του Ε. Ντιρκέμ (1858 - 1917), εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1922, μετά το θάνατό του. Ο συγγραφέας επαναπροσδιορίζει, σε σχέση με προηγούμενες αντιλήψεις, τον κοινωνικό χαρακτήρα και τον κοινωνικό ρόλο της εκπαίδευσης, καθώς και τις σχέσεις της με το κράτος. Το κείμενο συμπεριλαμβάνει τον περίφημο ορισμό της εκπαίδευσης από τον Ντιρκέμ, καθώς και βασικές έννοιες της κοινωνιολογίας του, όπως κοινωνικοποίηση, συλλογική συνείδηση και την αντίληψή του για την προτεραιότητα της κοινωνίας ως προς τα άτομα, δηλαδή για την κοινωνική αναγκαιότητα.
Μετάφραση: Θ. Ανθογαλίδου/Επιμέλεια: Βήχος Παναγιώτης
1. Οι ορισμοί της εκπαίδευσης. Κριτική εξέταση
Ο όρος εκπαίδευση έχει μερικές φορές χρησιμοποιηθεί με μια πολύ ευρεία έννοια, ως το σύνολο των επιδράσεων που η φύση και οι άλλοι άνθρωποι μπορούν να ασκήσουν είτε στην ευφυΐα μας είτε στη θέλησή μας. Συμπεριλαμβάνει, λέει ο Στιούαρτ Mιλλ, "καθετί που κάνουμε μόνοι μας και όλα όσα οι άλλοι κάνουν για μας με απώτερο στόχο να πλησιάσουμε την τελειότητα της φύσης μας. Στην πιο πλατιά της χρήση, συμπεριλαμβάνει επίσης τα έμμεσα αποτελέσματα που προκαλούνται στο χαρακτήρα και τις ικανότητες του ανθρώπου από πράγματα που εξυπηρετούν πολύ διαφορετικούς σκοπούς: από τους νόμους, από τις μορφές διακυβέρνησης, τις βιομηχανικές τέχνες και ακόμη και από φυσικά γεγονότα, ανεξάρτητα από τη βούληση του ανθρώπου, όπως το κλίμα, το έδαφος και η τοποθεσία". Aλλά αυτός ο ορισμός συμπεριλαμβάνει γεγονότα εντελώς αταίριαστα , που δεν μπορεί κανείς να τα συνενώσει κάτω από τον ίδιο τίτλο χωρίς να εκτεθεί σε συγχύσεις. H επίδραση των πραγμάτων στους ανθρώπους είναι πολύ διαφορετική, ως προς τους τρόπους και τα αποτελέσματά της, από την επίδραση που προέρχεται από τους ίδιους τους ανθρώπους- και η επίδραση που ασκούν γενικά οι σύγχρονοι στους συγχρόνους τους διαφέρει από εκείνη που ασκούν οι ενήλικες στους πιο νέους. Aυτή η τελευταία είναι η μόνη που μας ενδιαφέρει εδώ και, κατά συνέπεια, είναι αυτή την οποία εννοούμε, όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη εκπαίδευση.
Σε τι συνίσταται όμως αυτή η sui generis επίδραση; Πολύ διαφορετικές απαντήσεις έχουν δοθεί σ' αυτό το ερώτημα- μπορούν να χωρισθούν σε δύο βασικές κατηγορίες.
Kατά τον Kαντ, "σκοπός της εκπαίδευσης είναι να αναπτύξει σε κάθε άτομο όλες τις τελειότητες που είναι δυνατό να αναπτυχθούν σ' αυτό". Aλλά τι πρέπει να εννοούμε, όταν μιλάμε για τελειότητα; Λένε πολύ συχνά ότι τελειότητα είναι η αρμονική ανάπτυξη όλων των ιδιοτήτων του ανθρώπου. Tο να αναπτύξουμε στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό όλες τις δυνατότητες που ενυπάρχουν μέσα μας, να τις ενεργοποιήσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα, και χωρίς να έρχονται μεταξύ τους σε σύγκρουση, δεν είναι μήπως ένα ιδεώδες που υψηλότερό του δε θα μπορούσε να βρεθεί;
Aλλά εάν αυτή η αρμονική ανάπτυξη είναι, πράγματι ως ένα σημείο, αναγκαία και επιθυμητή, δεν είναι ωστόσο εντελώς πραγματοποιήσιμη, διότι έρχεται σε αντίθεση με έναν άλλο κανόνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, που δεν είναι λιγότερο επιτακτικός: αυτόν που μας εντέλλει στην υπηρεσία ενός ειδικού και περιορισμένου έργου. Δεν μπορούμε και δεν οφείλουμε να αφιερωθούμε όλοι στον ίδιο τρόπο ζωής, κατά τις ικανότητές μας, μπορούμε να επιτελέσουμε διαφορετικές λειτουργίες, αλλά πρέπει να εναρμονισθούμε με αυτήν που υπερέχει. Δεν έχουμε όλοι ως κοινό λόγο ύπαρξης το διαλογισμό- χρειάζονται και οι άνθρωποι του αισθήματος και της πράξης. Aντίστοιχα, χρειάζονται και εκείνοι που έργο τους είναι να σκέφτονται. Aλλά η σκέψη δεν μπορεί να αναπτυχθεί, παρά μόνο εάν αποσπασθεί από την κίνηση, αν αναδιπλωθεί στον εαυτό της, εάν αποστρέψει το υποκείμενο από την εξωτερική δράση, ώστε να αφιερωθεί ολόκληρο σ' αυτήν. Aυτή είναι μια πρώτη διαφοροποίηση, που συνεπάγεται ένα ρήγμα στην ισορροπία. Kαι η πράξη, από τη μεριά της, όπως και η σκέψη, είναι επιδεκτική σε ένα πλήθος διαφορετικών και ειδικών μορφών. Xωρίς αμφιβολία, αυτή η εξειδίκευση δεν αποκλείει κάποιο κοινό βάθος και, κατά συνέπεια, κάποιο ισοζύγιο τόσο των οργανικών όσο και των φυσικών λειτουργιών, χωρίς το οποίο θα διακυβεύονταν συγχρόνως η υγεία του ατόμου και η κοινωνική συνοχή. Mπορούμε, λοιπόν, να καταλήξουμε ότι η τέλεια αρμονία δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως ο τελικός σκοπός της κοινωνίας και της εκπαίδευσης.
Ακόμη λιγότερο ικανοποιητικός είναι ο ωφελιμιστικός ορισμός σύμφωνα με τον οποίο η εκπαίδευση θα έπρεπε να έχει ως αντικείμενο "να μετατρέπει το άτομο σε όργανο ευτυχίας για τον εαυτό του και τους άλλους ανθρώπους" (Tζέιμς Mιλλ), διότι η ευτυχία είναι ουσιαστικά υποκειμενική και ο καθένας την αντιλαμβάνεται με τον τρόπο του. Mια τέτοια διατύπωση αφήνει επομένως ακαθόριστο το στόχο της εκπαίδευσης και, κατά συνέπεια, και την ίδια την εκπαίδευση, καθώς την εγκαταλείπει στην ατομική αυθαιρεσία. Eίναι αλήθεια ότι ο Σπένσερ προσπάθησε να ορίσει αντικειμενικά την ευτυχία. Γι' αυτόν οι συνθήκες της ευτυχίας είναι οι ίδιες οι συνθήκες της ζωής. H ολοκληρωμένη ευτυχία είναι η ολοκληρωμένη ζωή. Aλλά τι πρέπει να εννοούμε, όταν λέμε ζωή; Eάν πρόκειται αποκλειστικά για τη φυσική ζωή, μπορεί κανείς να εννοεί αυτό που της είναι απολύτως απαραίτητο, χωρίς το οποίο δηλαδή η φυσική ζωή θα ήταν αδύνατη, η φυσική ζωή προϋποθέτει, πράγματι, μια ορισμένη ισορροπία ανάμεσα στον οργανισμό και το περιβάλλον του, και αφού οι δύο αυτοί σχετικοί όροι είναι προσδιορίσιμα δεδομένα, θα έπρεπε να ισχύει το ίδιο και για τη σχέση τους. Η σχέση όμως αυτή δεν αναφέρεται παρά μόνο στις πιο άμεσες ζωτικές ανάγκες. Όμως για τον άνθρωπο, και προπάντων για το σημερινό άνθρωπο, οι ζωτικές ανάγκες δεν είναι ολόκληρη η ζωή. Aπό τη ζωή προσδοκούμε άλλο πράγμα από την περίπου φυσιολογική λειτουργία των οργάνων μας. Ένα καλλιεργημένο πνεύμα θα προτιμήσει να μη ζει, προκειμένου να αρνηθεί τις απολαύσεις της νόησης. Aκόμη και από υλική μόνο άποψη, ό,τι ξεπερνά το απολύτως αναγκαίο διαφεύγει κάθε δυνατότητα ορισμού. Tο standard of life , όπως λένε οι Άγγλοι, το μέτρο της ζωής, το minimum κάτω από το οποίο δε νομίζουμε ότι μπορεί κανείς να δεχθεί να κατέβει, ποικίλλει απεριόριστα ανάλογα με τις συνθήκες, τα περιβάλλοντα και τις εποχές. Aυτό που χθες το βρίσκαμε ικανοποιητικό, σήμερα μας φαίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου, όπως την αντιλαμβανόμαστε στον καιρό μας, και όλα δείχνουν ότι οι απαιτήσεις μας σ' αυτό το σημείο θα εξακολουθήσουν να αυξάνουν.
Φθάσαμε λοιπόν στη γενική κριτική που επισύρουν όλοι αυτοί οι ορισμοί. Ξεκινούν από το αξίωμα ότι υπάρχει μια ιδανική, τέλεια, εκπαίδευση, που αξίζει σ' όλους ανεξαρτήτως τους ανθρώπους, αυτήν την καθολική και ενιαία εκπαίδευση προσπαθεί να ορίσει ο θεωρητικός. Aλλά το πρώτο που πρέπει να πούμε είναι ότι αν εξετάσουμε προσεκτικά την ιστορία, δε θα βρούμε τίποτε που να επιβεβαιώνει μια τέτοια υπόθεση. H εκπαίδευση ποικίλλει ατελείωτα κατά τη χρονική περίοδο και τη χώρα. Στις ελληνικές και λατινικές πόλεις, η εκπαίδευση εξασκούσε το άτομο έτσι ώστε να υποτάσσεται τυφλά στην κοινότητα, να γίνεται το αντικείμενο της κοινωνίας. Σήμερα, καταβάλλει κάθε προσπάθεια να δημιουργήσει από το άτομο μια αυτόνομη προσωπικότητα. Στην Aθήνα προσπαθούσαν να δημιουργήσουν εκλεπτυσμένα πνεύματα, στοχαστικά, ευέλικτα, ερωτευμένα με το μέτρο και την αρμονία, ικανά να γεύονται το ωραίο και τις χαρές της καθαρής θεωρίας, στη Pώμη, ήθελαν πάνω απ' όλα να γίνουν τα παιδιά τους άνθρωποι της πράξης, παθιασμένοι με τη στρατιωτική δόξα, αδιάφοροι για ό,τι σχετικό με τα γράμματα και τις τέχνες. Στο Mεσαίωνα η εκπαίδευση ήταν προπάντων χριστιανική, στην Aναγέννηση παίρνει ένα χαρακτήρα πιο λαϊκό και πιο λογοτεχνικό, σήμερα, η επιστήμη τείνει να καταλάβει τη θέση που κατείχε άλλοτε η τέχνη.
Ποια εξήγηση μπορούμε να δώσουμε; ότι η πραγματικότητα δεν συμπίπτει με τα ιδεώδη; ότι η εκπαίδευση πήρε διαφορετικές μορφές, επειδή οι άνθρωποι έσφαλλαν ως προς αυτό που θα έπρεπε να είναι; Αλλά εάν η ρωμαϊκή εκπαίδευση χαρακτηριζόταν από έναν ατομικισμό παρόμοιο με το δικό μας, το ρωμαϊκό άστυ δε θα είχε μπορέσει να διατηρηθεί, ο λατινικός πολιτισμός δε θα είχε μπορέσει να συγκροτηθεί και, κατά συνέπεια, ούτε ο δικός μας σύγχρονος πολιτισμός, ένα μέρος του οποίου προέκυψε από εκείνον. Οι χριστιανικές κοινωνίες του Μεσαίωνα δε θα είχαν μπορέσει να επιβιώσουν, εάν είχαν δώσει στον ελεύθερο ανταγωνισμό τη θέση που του αποδίδουμε εμείς σήμερα. Υπάρχουν λοιπόν αναπόδραστες αναγκαιότητες, που μας είναι αδύνατο να τις αγνοήσουμε. Τι ωφελεί να φανταζόμαστε μια εκπαίδευση που θα ήταν καταστροφική για την κοινωνία που θα την υιοθετούσε;
Αυτό το τόσο αμφισβητούμενο αξίωμα ενέχει αυτό καθ’ αυτό μια γενική πλάνη. Γιατί αν κανείς αρχίσει να αναρωτιέται αυθαίρετα ποια πρέπει να είναι η ιδανική εκπαίδευση κατ’ αφαίρεση συγκεκριμένων χρόνων και χώρων, σημαίνει ότι δέχεται κατά βάθος πως το εκπαιδευτικό σύστημα αυτό καθαυτό δεν έχει τίποτε το πραγματικό. Δε βλέπει σ’ αυτό ένα σύνολο πρακτικών και θεσμών που οργανώνονται με αργούς ρυθμούς μέσα στο χρόνο, που είναι αλληλέγγυες με όλους τους άλλους κοινωνικούς θεσμούς και τους εκφράζουν, ότι κατά συνέπεια δεν μπορούν ν’ αλλάξουν κατά βούληση, όπως δε μπορεί να αλλάξει κατά βούληση γενικά η κοινωνική δομή.
Αντίθετα μάλιστα, το εκπαιδευτικό σύστημα συλλαμβάνεται ως ένα καθαρό σύστημα ιδεών που μπήκαν σε εφαρμογή. Φαίνεται δηλ. να προκύπτει αποκλειστικά από τη λογική. Φαντάζονται κάποιοι ότι οι άνθρωποι κάθε εποχής οργανώνουν την εκπαίδευσή τους όπως οι ίδιοι θέλουν, για να πραγματώσουν ένα καθορισμένο στόχο, ότι εάν δεν την οργανώνουν παντού με τον ίδιο τρόπο, είναι επειδή έχουν πλανηθεί ως προς τη φύση της, το σωστό που πρέπει να επιδιώκουν, ή τα μέσα που θα τους επιτρέψουν να τον πετύχουν. Απ’ αυτή την άποψη, οι εκπαιδευτικές μορφές του παρελθόντος φαίνονται όλες εσφαλμένες εν μέρει ή στο σύνολό τους. Δεν πρέπει λοιπόν να τις παίρνουμε υπόψη μας, δεν υπάρχει λόγος να δεσμευόμαστε από λαθεμένες εκτιμήσεις ή λογικά σφάλματα που έχουν κάνει οι προγενέστεροί μας: Μπορούμε αντίθετα και οφείλουμε να θέτουμε το πρόβλημα, χωρίς να απασχολούμαστε με τις λύσεις που έχουν δοθεί, δηλαδή αφήνοντας στην άκρη ό,τι έχει ήδη υπάρξει, αρκεί μόνο να αναρωτιόμαστε γι’ αυτό που πρέπει να γίνει. Η ιστορία μπορεί απλώς να μας διδάξει να αποφύγουμε να ξανακάνουμε τα λάθη του παρελθόντος.
Στην πραγματικότητα, κάθε κοινωνία σε μια καθορισμένη φάση της εξέλιξής της, έχει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που επιβάλλεται στα άτομα με μια δύναμη που κανείς δεν μπορεί να της αντισταθεί. Είναι μάταιο να πιστεύουμε ότι μπορούμε να αναθρέψουμε τα παιδιά μας όπως εμείς θέλουμε. Υπάρχουν έθιμα στα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να προσαρμοζόμαστε, εάν εμείς παρεκκλίνουμε απ’ αυτά σε υπερβολικό βαθμό, θα πάρουν την εκδίκηση τους από τα παιδιά μας. Όταν αυτά ενηλικιωθούν, δε θα είναι σε θέση να ζήσουν με τους συγχρόνους τους, εφόσον δε θα εναρμονίζονται μαζί τους. Δεν έχει σημασία εάν έχουν ανατραφεί με ιδέες υπερβολικά αρχαϊκές ή υπερβολικά πρώιμες, και στη μία και στην άλλη περίπτωση, δεν ανήκουν στην εποχή τους και κατά συνέπεια δε ζουν σε συνθήκες μιας φυσιολογικής ζωής. Σε κάθε χρονική στιγμή, υπάρχει ένας ρυθμιστικός τύπος εκπαίδευσης από τον οποίο δεν μπορούμε να αποκλίνουμε, χωρίς να σκοντάψουμε σε ζωηρές αντιστάσεις που προκύπτουν από τις αναστολές για οποιαδήποτε απόσχιση από τα καθιερωμένα.
Τα έθιμα και τις ιδέες που καθορίζουν αυτό το ρυθμιστικό τύπο εκπαίδευσης δεν τα κατασκευάσαμε εμείς σαν άτομα. Είναι προϊόν της από κοινού ζωής μας και αυτής της ζωής τις ανάγκες εκφράζουν. Είναι επίσης, στο μεγαλύτερό τους μέρος, έργο των προηγούμενων γενεών. Όλο το παρελθόν της ανθρωπότητας έχει συμβάλει να διαμορφωθεί αυτό το σύνολο από αξιώματα, που κατευθύνουν τη σημερινή εκπαίδευση, όλη η ιστορία μας, ακόμα και η ιστορία των λαών που προηγήθηκαν από μας, έχουν αφήσει τα ίχνη τους σ’ αυτά τα αξιώματα. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι ανώτεροι οργανισμοί φέρουν μέσα τους την ηχώ, θα λέγαμε, όλης της βιολογικής εξέλιξης, της οποίας είναι η κατάληξη. Όταν κανείς μελετά τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν τα εκπαιδευτικά συστήματα, διακρίνει ότι εξαρτώνται από τη θρησκεία, από την πολιτική οργάνωση, από το βαθμό ανάπτυξης των επιστημών, από την κατάσταση της βιομηχανίας, κ.λ.π. Εάν τα αποδεσμεύσουμε από όλα αυτά τα ιστορικά αίτια, δεν μπορούμε να τα κατανοήσουμε, επομένως, πώς μπορεί το άτομο να διεκδικεί να ανασυγκροτήσει, με μια προσωπική μόνο διανοητική προσπάθεια αυτό που δεν είναι έργο της ατομικής σκέψης. Δε βρίσκεται αντιμέτωπος με μια tabula rasa πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομήσει αυτό που θέλει, αλλά απέναντι σε υπαρκτές πραγματικότητες, που δεν μπορεί ούτε να τις δημιουργήσει, ούτε να τις καταστρέψει, ούτε να τις μεταμορφώσει κατά βούληση. Δεν μπορεί να επιδράσει επάνω τους παρά μόνο στο μέτρο που έχει μάθει να τις γνωρίζει, στο μέτρο που ξέρει ποια είναι η φύση τους και οι συνθήκες από τις οποίες εξαρτώνται, και δε θα τα καταφέρει να τις γνωρίσει, αν δε μαθητεύσει στο σχολειό τους, αν δεν αρχίσει να τις παρατηρεί όπως ο φυσικός παρατηρεί τη γυμνή φύση και ο βιολόγος τα ζωντανά σώματα.
Μήπως υπάρχει άλλος τρόπος; Όταν θέλει κανείς να ορίσει με απλό διαλογισμό, αυτό που οφείλει να είναι η εκπαίδευση, πρέπει να αρχίσει θέτοντας τους σκοπούς που οφείλει να έχει. Αλλά τι μας επιτρέπει να πούμε ότι η εκπαίδευση έχει αυτούς τους σκοπούς και όχι κάποιους άλλους; Δε γνωρίζουμε a priori ποια είναι η λειτουργία της αναπνοής ή της κυκλοφορίας του αίματος στα ζωντανά όντα. Γιατί θα είχαμε το προνόμιο να είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι όσον αφορά την εκπαιδευτική λειτουργία; Θα απαντήσει κανείς ότι, προφανώς, έχει ως αντικείμενό της να διαπαιδαγωγεί τα παιδιά μας. Αλλά αυτό θέτει απλώς το πρόβλημα με ελάχιστα διαφορετικούς όρους, δε σημαίνει ότι το λύνει. Θα έπρεπε να πούμε σε τι συνίσταται αυτή η διαπαιδαγώγηση, σε τι προσβλέπει, σε ποιες ανθρώπινες ανάγκες ανταποκρίνεται. Αλλά δεν μπορεί κανείς να απαντήσει σ’ αυτές τις ερωτήσεις, παρά μόνο αρχίζοντας να παρατηρεί σε τι συνίστατο, σε ποιες αναγκαιότητες ανταποκρινόταν στο παρελθόν. Έτσι, η ιστορική παρατήρηση φαίνεται απαραίτητη, ακόμα και για να συγκροτήσουμε μια πρώτη αντίληψη για την εκπαίδευση, για να προσδιορίσουμε τι πράγμα ονομάζουμε μ’ αυτό τον όρο.
2. Ορισμός της εκπαίδευσης
Για να ορίσουμε την εκπαίδευση, χρειάζεται λοιπόν να εκτιμήσουμε τα εκπαιδευτικά συστήματα που υπάρχουν ή που έχουν υπάρξει, να τα προσεγγίσουμε, να αποδεσμεύσουμε τα κοινά χαρακτηριστικά τους. Η συνάρθρωση αυτών των στοιχείων θα συγκροτήσει τον ορισμό που αναζητούμε.
Έχουμε ήδη προσδιορίσει, στο μεταξύ, δύο στοιχεία. Για να υπάρξει εκπαίδευση, πρέπει να υπάρχει μια γενεά ενηλίκων και μια γενεά νέων, και η επίδραση που ασκείται από την πρώτη στη δεύτερη. Μας μένει να προσδιορίσουμε τη φύση αυτής της επίδρασης.
Δεν υπάρχει, θα λέγαμε καμιά κοινωνία στην οποία το εκπαιδευτικό σύστημα δεν παρουσιάζει μια διπλή άποψη, είναι, συγχρόνως, ένα και πολλά μαζί.
Είναι πολλαπλό. Πράγματι, κατά μία έννοια, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν τόσα διαφορετικά είδη εκπαίδευσης όσα και τα διαφορετικά περιβάλλοντα σ’ αυτή την κοινότητα. Συγκροτείται από κάστες; Η εκπαίδευση ποικίλλει από τη μια κάστα στην άλλη, η εκπαίδευση των πατρικίων δεν ήταν η εκπαίδευση των πληβείων, η εκπαίδευση των Βραχμάνων δεν ήταν η εκπαίδευση των Σούντρας. Το ίδιο ίσχυε και στο Μεσαίωνα, πόση απόσταση ανάμεσα στην κουλτούρα που δεχόταν ο νεαρός ακόλουθος, εκπαιδευμένος σε όλες τις τέχνες της ιπποσύνης, και στην κουλτούρα του χωρικού, που μάθαινε στο σχολείο της ενορίας του μερικά φτωχά στοιχεία από το εορτολόγιο, κάποια άσματα και λίγη γραμματική! Μήπως και σήμερα δε βλέπουμε την εκπαίδευση να ποικίλλει κατά τις κοινωνικές τάξεις, ή ακόμα και κατά τους οικισμούς; Η εκπαίδευση στην πόλη δεν είναι ίδια με εκείνη του χωριού, η εκπαίδευση του αστού δεν είναι ίδια με του χωρικού. Μπορούμε άραγε να πούμε ότι αυτή η οργάνωση δε δικαιώνεται από ηθική πλευρά, ότι δεν μπορεί κανείς να δει σ΄ αυτήν παρά μια επιβίωση που είναι καταδικασμένη να εξαφανιστεί; Δεν είναι δύσκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς υπέρ αυτής της άποψης, καθώς είναι προφανές ότι η εκπαίδευση των παιδιών μας δε θα έπρεπε να εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός ότι γεννήθηκαν σ' αυτό και όχι σ' ένα άλλο περιβάλλον, από τέτοιους γονείς παρά από κάποιους άλλους. Αλλά, ακόμα και αν είχε ικανοποιηθεί αυτή η επιθυμία της σύγχρονης ηθικής συνείδησης, η εκπαίδευση δε θα γινόταν πιο ενιαία. Ακόμα κι αν η καριέρα κάθε παιδιού έπαυε να είναι, σε μεγάλο βαθμό, προκαθορισμένη από μια τυφλή κληρονομικότητα, η ηθική διαφοροποίηση των επαγγελμάτων δε θα έπαυε να συνεπιφέρει μια μεγάλη παιδαγωγική διαφοροποίηση. Κάθε επάγγελμα, πράγματι, συνιστά ένα περιβάλλον sui generis που απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες και ειδικές γνώσεις, όπου κυριαρχούν κάποιες ιδέες, κάποιες χρήσεις, κάποιοι ιδιαίτεροι τρόποι αντίληψης των πραγμάτων, και καθώς το παιδί πρέπει να ετοιμασθεί για τη λειτουργία που θα κληθεί να εκπληρώσει, η εκπαίδευση, από κάποια ηλικία και μετά, δεν μπορεί πια να είναι η ίδια για όλα τα υποκείμενα στα οποία απευθύνεται. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο την βλέπουμε σε όλες τις πολιτισμένες χώρες, να τείνει όλο και περισσότερο να διαφοροποιείται και να εξειδικεύεται, κι αυτή η εξειδίκευση γίνεται μέρα με τη μέρα περισσότερο πρόωρη. Η ετερογένεια που δημιουργείται μ’ αυτόν τον τρόπο δε στηρίζεται, όπως αυτή της οποίας την ύπαρξη διαπιστώσαμε λίγο παραπάνω, σε άδικες ανισότητες, αλλά δεν είναι και αμελητέα. Για να βρούμε μια εκπαίδευση απολύτως ομοιογενή και ισότιμη, θα έπρεπε να πάμε πίσω έως τις προϊστορικές κοινωνίες, στο εσωτερικό των οποίων δεν υπήρχε καμιά διαφοροποίηση, και επιπλέον αυτά τα είδη κοινωνιών δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε περισσότερο από μια λογική στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Όποια και να ’ναι εξάλλου η σημασία των εξειδικευμένων μορφών εκπαίδευσης, η εκπαίδευση δεν εξαντλείται σ' αυτές. Αντίθετα, μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι μορφές δεν είναι αυτάρκεις, Όπου κι αν εφαρμόζονται, δεν αποκλίνουν η μία από την άλλη παρά μόνο από ένα σημείο και πέρα, είναι δηλαδή σε μεγάλο βαθμό αδιαφοροποίητες. Στηρίζονται όλες σε μια κοινή βάση. Δεν υπάρχουν λαοί στους οποίους δεν υφίσταται ένας ορισμένος αριθμός ιδεών, αισθημάτων και πρακτικών, που η εκπαίδευση οφείλει να εγχαράξει σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά, σε οποιαδήποτε κατηγορία και αν ανήκουν. Ακόμα και εκεί όπου η κοινωνία είναι μοιρασμένη σε κάστες κλειστές μεταξύ τους, υπάρχει πάντα μια κοινή θρησκεία για όλους και, κατά συνέπεια, οι ηθικές αρχές της θρησκευτικής κουλτούρας, θεμελιώδεις για την εποχή, είναι οι ίδιες για το σύνολο του πληθυσμού. Αν και κάθε κάστα, κάθε οικογένεια έχει τους δικούς της ξεχωριστούς θεούς, υπάρχουν γενικές θεότητες που αναγνωρίζονται από όλο τον κόσμο και που όλα τα παιδιά μαθαίνουν να τις λατρεύουν. Και καθώς αυτές οι θεότητες ενσαρκώνουν και προσωποποιούν ορισμένα συναισθήματα, ορισμένους τρόπους σύλληψης του κόσμου και της ζωής, δεν μπορεί κανείς να μυηθεί στη λατρεία τους χωρίς να αφομοιώσει συγχρόνως όλα τα είδη νοητικών συνηθειών, που υπερβαίνουν τη σφαίρα της καθαρά θρησκευτικής ζωής. Στο Μεσαίωνα επίσης, δούλοι, χωρικοί, αστοί και ευγενείς δέχονταν εξίσου τη χριστιανική εκπαίδευση. Εφόσον λοιπόν έτσι είναι τα πράγματα στις κοινωνίες στις οποίες η διανοητική και ηθική διαφοροποίηση φτάνει σε τόσο μεγάλο βαθμό αντίθεσης, πόσο μάλλον σε λαούς ανεπτυγμένους, στους οποίους, παρόλο που οι κοινωνικές τάξεις είναι διακριτές, έχουν ανάμεσά τους μία άβυσσο λιγότερο βαθιά! Αυτά τα κοινά σε κάθε εκπαίδευση στοιχεία δεν παύουν να υπάρχουν και εκεί που δεν εκφράζονται με τη μορφή θρησκευτικών συμβόλων. Στην ιστορική μας διαδρομή, έχει διαμορφωθεί ένα ολόκληρο σύστημα ιδεών για την ανθρώπινη φύση, για την αντίστοιχη σπουδαιότητα των διαφορετικών ικανοτήτων μας, για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μας, για την κοινωνία και το άτομο, για την τέχνη κ.λ.π., που είναι οι ίδιες οι θεμελιώδεις αρχές του εθνικού μας πνεύματος, κάθε μορφή εκπαίδευσης, του πλούσιου και του φτωχού, αυτή που οδηγεί σε ελεύθερα επαγγέλματα όπως και αυτή που προετοιμάζει για το εργοστάσιο, αποσκοπεί στο να τις εγκαθιστά στις συνειδήσεις.
Τα γεγονότα μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κάθε κοινωνία διαμορφώνει ένα πρότυπο ανθρώπου, γι' αυτό που πρέπει να είναι ο άνθρωπος από διανοητική όσο και από φυσική και ηθική άποψη, ότι επίσης αυτό το ιδεώδες είναι, ως ένα βαθμό, το ίδιο για όλους τους πολίτες, ότι από ένα σημείο και πέρα διαφοροποιείται κατά τα ιδιαίτερα περιβάλλοντα που κάθε κοινωνία περιλαμβάνει στους κόλπους της. Αυτό ακριβώς το ιδεώδες, ένα και συγχρόνως ποικίλο, είναι ο απώτερος στόχος της εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση, λοιπόν, αναλαμβάνει να ενισχύσει στο παιδί:
1. Έναν ορισμένο αριθμό φυσικών και διανοητικών ιδιοτήτων, που η κοινωνία στην οποία ανήκει, θεωρεί ότι δεν πρέπει να λείπουν από κανένα από τα μέλη της,
2. μερικές φυσικές και νοητικές ιδιότητες που η ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα (κάστα, τάξη, οικογένεια, επάγγελμα) επίσης θεωρεί ότι πρέπει να ενυπάρχουν σε όλους εκείνους που την απαρτίζουν. Επομένως, αυτό το ιδεώδες που πραγματοποιεί η εκπαίδευση το καθορίζει η κοινωνία στο σύνολό της και κάθε ιδιαίτερο κοινωνικό περιβάλλον. Η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει, παρά εάν υπάρχει ανάμεσα στα μέλη της μια ικανοποιητική ομοιογένεια, η εκπαίδευση διαιωνίζει και ενισχύει αυτή την ομοιογένεια εγκαθιστώντας εκ των προτέρων μέσα στην ψυχή του παιδιού τις βασικές ομοιότητες που απαιτεί η συλλογική ζωή. Αλλά, από μια άλλη άποψη, χωρίς μια ορισμένη διαφοροποίηση, κάθε συνεργασία θα ήταν αδύνατη: Η εκπαίδευση εγγυάται τη διατήρηση αυτής της απαραίτητης διαφοροποίησης διαφοροποιούμενη η ίδια και εξειδικευόμενη. Εάν η κοινωνία έχει φτάσει σ’ αυτό το βαθμό εξέλιξης, στον οποίο οι παλιές διαιρέσεις σε κάστες και τάξεις δεν μπορούν πια να διατηρηθούν, θα αναπροσαρμόσει τα βασικά χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης. Εάν παράλληλα η εργασία διαιρεθεί περισσότερο, θα αναπτύξει στα παιδιά τις θεμελιώδεις ιδέες και τα κοινά αισθήματα, και θα στηρίξει σ' αυτά μια πιο πλούσια διαφοροποίηση επαγγελματικών ικανοτήτων. Εάν ζει σε εμπόλεμη κατάσταση με τις περιβάλλουσες κοινωνίες, προσπαθεί να διαμορφώσει τα πνεύματα σύμφωνα με ένα κατεξοχήν εθνικό πρότυπο, εάν ο διεθνής ανταγωνισμός παίρνει μια πιο ειρηνική μορφή, ο τύπος εκπαίδευσης που η κοινωνία προσπαθεί να πραγματώσει είναι πιο γενικός και πιο ανθρώπινος. Η εκπαίδευση δεν είναι λοιπόν γι’ αυτήν παρά το μέσο, με το οποίο προετοιμάζει στις καρδιές των παιδιών τις βασικές συνθήκες της ίδιας της ύπαρξής της. Θα δούμε παρακάτω γιατί συμφέρει στο ίδιο το άτομο να υποτάσσεται στις απαιτήσεις της. Θα καταλήγαμε λοιπόν στην ακόλουθη διατύπωση:
Εκπαίδευση είναι η επίδραση που ασκούν οι γενιές των ενηλίκων στις γενιές που δεν είναι ακόμη ώριμες για την κοινωνική ζωή. Αντικείμενό της είναι να δημιουργήσει και να αναπτύξει στο παιδί έναν ορισμένο αριθμό φυσικών, νοητικών και ηθικών ιδιοτήτων, που απαιτούν απ’ αυτό και η πολιτική κοινωνία στο σύνολό της και το ιδιαίτερο περιβάλλον για το οποίο ειδικότερα προορίζεται.
Τίτλος πρωτοτύπου: Durkheim E. (1973) Education et Sociologie.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου