Η Μάθηση επιτυγχάνεται με την αγάπη για τη γνώση και όχι με την καλή επίδοση.
Προτείνω στους συναδέλφους εκπαιδευτικούς να κάνουν την εξής έρευνα μέσα στην τάξη: να ζητήσουν από τους άριστους σε επίδοση μαθητές να καταγράψουν ανώνυμα το πως αισθάνονται για το μάθημα που τους διδάσκουν (π.χ τη φυσική ή τα αρχαία) και ποιο είναι το κίνητρό τους για να έχουν καλή επίδοση σε αυτό. Είμαι σίγουρος ότι θα εκπλαγούν από τις απαντήσεις. Ελάχιστοι μαθητές θα δηλώσουν ότι ο λόγος που είναι καλοί σε ένα μάθημα είναι γιατί τους ενδιαφέρει πραγματικά αυτό το μάθημα.
Αυτό που ίσως δεν έχει ποτέ περάσει από το μυαλό μας, είναι ότι μπορεί ένας μαθητής να είναι αποδοτικός σε ένα μάθημα και ταυτόχρονα να μην βρίσκει κανένα ενδιαφέρον για αυτό ή ακόμα και να το απεχθάνεται. Ότι μπορεί να γράφει άριστα στις εξετάσεις ή να λύνει πολύ δύσκολες ασκήσεις αλλά να μην έχει κατανοήσει κατά βάθος το μάθημα αυτό. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η απόδοση ενός μαθητή σε ένα μάθημα αξιολογείται με βάση την επιτυχία του σε απόλυτα τυποποιημένες δοκιμασίες και τεστ που πιστοποιούν κατά πόσο ο μαθητής εφαρμόζει πιστά τα όσα του έδειξε ο εκπαιδευτικός. Δηλαδή κατά πόσο ο μαθητής έχει καταφέρει να γίνει αντίγραφο του καθηγητή του. Δεν πιστοποιούν όμως το μέγεθος της εμβάθυνσής του στο μάθημα αυτό. Και φυσικά δεν πιστοποιούν και τα αισθήματά του απέναντι σε αυτό.
Η καλλιέργεια της αγάπης για το μάθημα θέλει χρόνο και στην αρχή τουλάχιστον επειδή στηρίζεται στην ανακάλυψη της γνώσης από τους μαθητές και στο ρίσκο που αυτοί παίρνουν σημαίνει πολλά λάθη εκ μέρους τους. Όσον αφορά τα αποτελέσματα στην επίδοσή τους και αυτά χρειάζονται χρόνο και επιμονή αλλά πάντα μια τέτοια επένδυση αποζημιώνει στο τέλος.
Και αλήθεια πως μπορεί ένας μαθητής να αγαπήσει ένα μάθημα και την ίδια την γνώση; Μόνο αν ο εκπαιδευτικός φέρει τον μαθητή σε επαφή με τη γνώση χωρίς να παραγνωρίζει το γεγονός ότι πρόκειται για ένα παιδί με όλα όσα η παιδικότητά του υποδηλώνει. Δηλαδή ότι του αρέσει η περιπέτεια ,το μυστήριο ,το παιχνίδι , να ανακαλύπτει και το κυριότερο ότι δεν του αρέσει καθόλου να του υποδεικνύουν συνέχεια τι να κάνει. Είναι νομίζω φανερό ότι τα παιδιά που φτάνουν σε σημείο να αγαπήσουν την ίδια την γνώση μελλοντικά έχουν και τις μεγαλύτερες πιθανότητες να αξιοποιήσουν δημιουργικά αυτή τη γνώση και όχι μόνο να την χρησιμοποιούν για να περνάνε εξετάσεις. Δεν είναι παράλογο το γεγονός ότι πολλοί μαθητές επιτυγχάνουν υψηλές βαθμολογίες στην έκθεση έχοντας διαβάσει ελάχιστα ή και καθόλου λογοτεχνικά βιβλία;
Είναι τραγικό πάντως το ότι αντί να μαθαίνουμε τα παιδιά να σκέφτονται, να αναζητούν και να αγαπάνε τη γνώση, το μόνο που ζητάμε από αυτά είναι ακρίβεια και ταχύτητα απάντησης σε τυποποιημένες και αποσπασματικές ερωτήσεις και ασκήσεις. Και είναι ακόμα τραγικότερο το ότι οι μαθητές μας έχουν ταυτίσει τη γνώση μόνο με οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει θέμα στις εξετάσεις.
Η Μάθηση έρχεται μέσω «μετάνοιας» του ίδιου του μαθητή και όχι μέσω «τιμωρίας» του μαθητή από τον εκπαιδευτικό.
Ο πιο ενδιαφέρων ορισμός για την έννοια της Μάθησης, κατά τη γνώμη μου, είναι εκείνος του Αμερικανού πανεπιστημιακού Peter Senge ο οποίος αναφέρει ότι η μάθηση είναι ένα είδος «μετάνοιας». Τι εννοεί ο Senge; Κατά τη γνώμη μου, εννοεί ότι ο άνθρωπος μαθαίνει όταν αναγνωρίσει ότι η προηγούμενη γνώση του για ένα θέμα ήτανε λάθος ή ελλιπής και αποφασίσει να την αντικαταστήσει ή πλαισιώσει με μια νέα γνώση για την οποία πείστηκε ότι είναι ορθότερη ή πληρέστερη. Με άλλα λόγια η μάθηση είναι ελεύθερη επιλογή του μαθητή μετά από «μετάνοια» και όχι κάτι που εξαναγκάστηκε να κάνει. Όμως για να φτάσει ένας μαθητής στο σημείο να «μετανοήσει» πρέπει πρωτίστως να έχει δικαίωμα στο λάθος. Συνήθως όμως κάθε λάθος του μαθητή «πληρώνεται» είτε με μείωση του βαθμού ή με την απόρριψη που νιώθει ο μαθητής που έκανε το λάθος αφού ο εκπαιδευτικός προστρέχει να τον διορθώσει, να του πει το σωστό ή να δώσει το λόγο σε ένα άλλο μαθητή. Αυτό πέρα από την απόρριψη που νιώθει ο μαθητής τον κάνει να αντιστέκεται στη νέα γνώση που προσπαθεί κάποιος να του επιβάλλει. Μόνο η παιδαγωγική αξιοποίηση του λάθους μπορεί να οδηγήσει στη «μετάνοια» και ως εκ τούτου σε εθελούσια μάθηση. Η Μάθηση λοιπόν έρχεται μέσω «μετάνοιας» του ίδιου του μαθητή και όχι μέσω «τιμωρίας» του μαθητή από τον εκπαιδευτικό.
Η Μάθηση είναι πράξη αμφισβήτησης κάθε αυθεντίας, ακόμα και του ίδιου του δασκάλου.
Η πραγματική μάθηση είναι κείνη που βοηθά τους μαθητές να γίνουν η καλύτερη εκδοχή του δικού τους εαυτού όμως και όχι κάποιου άλλου πρότυπου εαυτού που τους πλασάρεται. Που απελευθερώνει τους μαθητές από κάθε φόβο ,από κάθε δόγμα , και τους επιτρέπει την αμφισβήτηση κάθε αυθεντίας και κάθε εξουσίας. Ακόμα και του ίδιου του δασκάλου τους. Κυρίως του δασκάλου τους. Αντί να συμβαίνει αυτό όμως έχουμε την πλήρη εξάρτηση και την πλήρη υποταγή των μαθητών στην αυθεντία του δασκάλου.
Όπως κατά την εφηβεία τα παιδιά για να ωριμάσουν είναι απαραίτητο να απορρίψουν το μέχρι τότε ρόλο των γονέων τους, διεκδικώντας έναν πιο ισότιμο με αυτούς ρόλο, έτσι και οι μαθητές πρέπει να απορρίψουν την αυθεντία του δασκάλου τους για να διεκδικήσουν μόνοι τους τη γνώση, με το δάσκαλο σε ένα εντελώς διαφορετικό ρόλο: δίπλα τους και όχι από πάνω τους. Ας φανταστούμε δύο ανθρώπους να προχωράνε μαζί : ένα παιδί και τον εκπαιδευτικό. Στην αρχή, όσο το παιδί είναι μικρό ο εκπαιδευτικός ίσως χρειάζεται να κρατάει τον μαθητή από το χέρι και να τον καθοδηγεί. Όσο όμως το παιδί μεγαλώνει ο εκπαιδευτικός οφείλει να επιδιώκει κάτι που ενδεχομένως ακούγεται παράλογο: την αυτοκατάργησή του. Τελικά δηλαδή να φτάσει και στο σημείο να είναι τελείως αχρείαστος όσον αφορά την παροχή γνώσης στο μαθητή. Βέβαια μιλάμε για ιδανικές καταστάσεις τις οποίες όμως οφείλουμε να τις έχουμε κατά νου ώστε ,τουλάχιστον, να μην κινούμαστε προς την αντίθετη κατεύθυνση ,πράγμα που δυστυχώς συμβαίνει στην εκπαίδευση στη χώρα μας, όπου ο εκπαιδευτικός έχει τον απόλυτο πρωταγωνιστικό ρόλο και οι μαθητές είναι απλοί θεατές στη διαδικασία της μάθησης.
Για τη Μάθηση απαιτείται πρωτίστως γενική παιδεία, αλλά όταν ανακαλύπτονται κλίσεις και ταλέντα πρέπει να ενισχύονται.
Το εκπαιδευτικό μας σύστημα πάσχει από γνωσιοκεντρισμό, δηλαδή είναι προσκολλημένο στη παροχή αποσπασματικών γνώσεων και πληροφοριών. Όμως άλλο πράγμα είναι η γνώσεις και άλλο η Γνώση. Το όλον της Γνώσης εξανεμίζεται όταν κονιορτοποιείται.
Επίσης , όσο περισσότερο προσπαθούμε να στοιβάξουμε το μυαλό των μαθητών με γνώσεις τόσο μένουν οι καρδιές τους άδειες. Αυτός ο υποβιβασμός της σημασίας των συναισθημάτων στη διαδικασία της μάθησης γεννά εύλογα ερωτηματικά. Και τι αλήθεια μπορεί να καλλιεργήσει τον συναισθηματικό κόσμο των μαθητών στο σχολείο; Χωρία αμφιβολία, ένα βασικό στοιχείο είναι οι Τέχνες. Όση ανάγκη έχουν οι μαθητές τις γνώσεις άλλη τόση ανάγκη έχουν τις Τέχνες. Ο Νίτσε έλεγε ότι «για να μην καταστραφούμε από τη γνώση, έχουμε την τέχνη». Όμως παρόλα αυτά έχει επικρατήσει ένα είδος κοινωνικού στερεότυπου που θεωρεί ότι το σχολείο πρέπει να γνωρίζει στους μαθητές μόνο τις επιστήμες και ότι την τέχνη ,τη μουσική ,το θέατρο, τον χορό, τα εικαστικά, την άθληση μπορούν να την αναζητήσουν οι μαθητές στην κοινωνία, δηλαδή εξωσχολικά, αφού αυτά δεν είναι για όλους. Επίσης ένας άλλος στερεοτυπικός λόγος που προβάλλεται είναι ότι αυτά είναι περιττά αφού δεν οδηγούν σε επάγγελμα. Και όπως όλα τα στερεοτυπικά μοτίβα έτσι και τούτο είναι αυθαίρετο: γιατί αν το σκεπτικό λέει ότι στο σχολείο δεν κάνουν όλοι π.χ χορό γιατί ελάχιστοι θα γίνουν χορευτές, με το ίδιο σκεπτικό θα πρέπει να ερωτηθούμε «γιατί τότε κάνουν όλοι π.χ φυσική αφού ελάχιστοι επίσης θα γίνουν φυσικοί»;
Κατά τη γνώμη μου, όλοι οι μαθητές στο σχολείο, πρέπει να τα κάνουν όλα. Και να τα δοκιμάζουν όλα. Και αν κάποιος έχει μια ιδιαίτερη κλίση κάπου, αυτή πρέπει να επισημαίνεται και να καλλιεργείται ακόμα περισσότερο. Φανταστείτε π.χ μόνο σε πόσους «μουσικούς» δεν τους δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να ανακαλύψουν ποτέ τους το ταλέντο τους, πόσοι «ζωγράφοι» και «ηθοποιοί» δεν μάθανε ποτέ το χάρισμα που είχαν, και πόσα «μαθηματικά μυαλά» αναγκάστηκαν να θυσιάσουν την ικανότητά τους στο βωμό της επιτυχίας τους στις εξετάσεις, λύνοντας ξανά και ξανά τυποποιημένες ασκήσεις.
Η Μάθηση δεν επιτρέπεται να ωθεί μαθητές σε «μαθημένη ανημπόρια».
Ποια είναι η ιδιαιτερότητα που έχει ο άνθρωπος σε σχέση με υπόλοιπα έμβια όντα; Μπορεί να συνεργάζεται. Εκεί ακριβώς έχει στηρίξει όλη αυτή την ανάπτυξη του πολιτισμού του. Αντί το σχολείο να καλλιεργεί αυτή του την ιδιότητα κάνει το ακριβώς αντίθετο. Τον μαθαίνει πώς να ανταγωνίζεται τους άλλους. Τον μπολιάζει στον ατομικισμό και στον αριβισμό. Και όσο για εκείνους τους μαθητές που δυσκολεύονται να ακολουθήσουν το ρυθμό των άλλων τους τσακίζει την αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση κολλώντας τους από μια ταμπέλα του αδύναμου ή κακού μαθητή που αναγόμενη στο μέλλον μπορεί να μετατραπεί σε «επαγγελματικά ανίκανος και αποτυχημένος». Λίγοι ξεφεύγουν από αυτή την αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Υπάρχει μια έννοια που παρόλο που είναι συγκεκριμένη μαθησιακή διαταραχή εγώ θα τολμήσω να την χρησιμοποιήσω συμβολικά. Λέγεται «μαθημένη ανημπόρια» (learned helplessness) και σχετίζεται με την άμεση πεποίθηση πολλών μαθητών ότι «δεν είμαι ικανός να κάνω κάτι γιατί δεν είμαι αρκετά καλός, έξυπνος, ταλαντούχος». Όπως είναι φυσικό τα παιδιά αυτά παραιτούνται από την προσπάθεια και έχουν χαμηλή επίδοση και αυτοπεποίθηση. Όσοι από εσάς είστε εκπαιδευτικοί σίγουρα θα έχετε συναντήσει πάρα πολλά τέτοια παιδιά που «τα έχει πάρει από κάτω» και αδυνατούν να ακολουθήσουν τα άλλα. Αν μιλήσετε με μερικά από αυτά θα σας πουν το ίδιο πράγμα με άλλα λόγια: ότι δεν τα καταφέρνουν στα μαθήματα. Αμέσως θα νιώσετε την ματαίωσή τους και την χαμηλή τους αυτοεκτίμηση. Αυτά είναι τα «παιδιά καρυδότσουφλα» που το σχολείο σαν ποτάμι τα παρασέρνει από εδώ και από εκεί μέχρι να ξεβραστούν σε κάποια όχθη χωρίς ποτέ κανείς να νοιαστεί ή να ασχοληθεί. Είναι αυτονόητο ότι αυτά τα παιδιά χρειάζονται εξατομικευμένη ενίσχυση ,τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Ότι χρειάζονται βοήθεια και εκτός τάξης ,αλλά δυστυχώς στη χώρα μας έχουμε σχεδόν καταργήσει το θεσμό της ενισχυτικής διδασκαλίας. Όμως ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν φροντίζει ,πριν από όλα, τους αδύναμους δεν μπορεί να αναφέρεται σε ίσες ευκαιρίες μάθησης. Το σχολείο λοιπόν οφείλει ,όχι μόνο να δίνει σε όλους ίσες ευκαιρίες αλλά και πολλές δεύτερες ευκαιρίες.
Τελικά πρέπει να αναρωτηθούμε τι θέλουμε πρωτίστως για τους μαθητές μας; Καλές επιδόσεις ή αγάπη για τη γνώση; Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχουμε ξεκάθαρη στάση υπέρ των επιδόσεων ως μοναδικό κίνητρο μάθησης. Δυστυχώς έτσι όπως είναι δομημένο το εκπαιδευτικό μας σύστημα η καλλιέργεια της αγάπης για τη γνώση είναι αντιστρόφως ανάλογη με την επίδοση. Το ιδανικό θα ήταν να είχαμε καλές επιδόσεις με πρωτεύον κίνητρο την αγάπη για τη γνώση. Τουλάχιστον ας κινηθούμε προς τα εκεί, έτσι για αρχή.
Δημήτρης Τσιριγώτης. Φυσικός, alfavita.
Δεν έχω λόγια για να εκφράσω αυτά που συνάντησα στην σελίδα σου, είσαι μια ευχάριστη και φιλόδοξη ελπίδα ....... Επιτέλους μετά απο πολλά χρόνια ενασχόλησης μου με το ίντερνετ βρήκα μια σελίδα που μου αποπνέει ελπίδα και φώς στην εκπαίδευση...... Στην πονεμένη εκπαίδευση που ο κάθε υπουργός στο βωμό της προσωπικής ματαιοδοξίας την δολοφονούσε. Εύχομαι να υπάρχουν και άλλοι νέοι άνθρωπου που έχουν πραγματική όρεξη για δουλειά στην εκπαίδευση και να υψώσουν το ανάστημα τους δημιουργώντας ένα κίνημα που θα φέρει μια ουσιαστική αλλαγή...... Είμαι περήφανη που σπάνια αλλά ευτυχώς συναντώ αρθρογράφους της δικής σου, πώς να το πω???, σοβαρότητας, ουσιαστικής δυναμικής ?? δεν ξέρω πώς να εκφραστώ, είμαι πολύ περήφανη που υπάρχεις στο εκπαιδευτικό μας σύστημα και προσπαθείς ενεργά να φέρεις μια αλλαγή και ας μην σε συναντήσω ποτέ ώς εκπαιδευτικό, ούτε και τα παιδιά μου....... Μακάρι να είχα και εγώ τέτοιους καθηγητές στα σχολεία μου αλλά και στις σπουδές μου, μακάρι να μπορούσαν να ξεφύγουν απο την θέση τους ώς Δημόσιοι υπάλληλοι..... μακάρι να ένιωθαν παιδαγωγοί και όχι μόνο να το φωνάζουν...... Συνέχισε έτσι, Κάτε
ΑπάντησηΔιαγραφή